Παρασκευή, Μαρτίου 31, 2006

Αδελφες

Γεννήθηκε δυο χρόνια πριν από μένα. Από μικρή είχε δείξει τις προθέσεις της. Ένας κουμπαράς γεμάτος φραγκοδίφραγκα και στη καλύτερη κατοστάρικα σε σχήμα παπουτσιού κοσμούσε το παιδικό και αθώο δωμάτιο μου. Κάποια στιγμή μπήκε μέσα με τον γνωστό τσαμπουκά της και μου ζήτησε να τον σπάσουμε. Ακόμα δεν έχω καταλάβει γιατί, αλλά δέχτηκα. Ανέβηκα στο γραφείο σαν υπνωτισμένος, τον σήκωσα και τον έσπασα στο πάτωμα. Μέχρι να αντιληφθεί η μάνα μου ποιο από τα παιδιά της αυτοκτόνησε με κρότο, η Δ. είχε πάρε όλα μου τα χρήματα και τα είχε παραχώσει στον δικό της κουμπαρά – ένα μικρό σπιτάκι ήταν το σχήμα. Το τραύμα μου έχει μείνει αναλλοίωτο, το ίδιο και το χρέος. Ακόμα ξεπληρώνει.
Αυτή λοιπόν η τύπισσα όπως ήταν φανερό έγινε πολύ ζόρικο τυπάκι. Φαινομενικά όχι. Είναι κυριλέ, βγαίνει συχνά, έχει τη δουλειά της, τη ζωή της και φαντάζει καθώς πρέπει. Μη τολμήσεις να τη πειράξεις όμως. Θα δεις την άλλη όψη του φεγγαριού.
Όπως για παράδειγμα, το αφεντικό της. Αν και απόφοιτος Πολυτεχνείου, ο τυπάς της ζήτησε να κάνει δουλειά γραμματέα. Να γράψει ένα mail τα Χριστούγεννα με ευχές και να το στείλει σε διάφορους επίσημους τύπου καθηγητές πανεπιστήμιου και τέτοια. Αυτή αρνήθηκε. Αυτός επέμεινε. Σφίγγοντας τα δόντια, αυτή δέχθηκε.
Ανοίγοντας διάπλατα τα μάτια, οι ακαδημαϊκοί και λοιποί επίσημοι ακόμα αναρωτιούνται γιατί ένας σοβαρός αφεντικός, όπως αυτός έγραψε τα «Καλά Χριστούγεννα», «Καλλα Χρηστουγενα» και το «Πολλές Ευχές», «Πολες Ευχαις». Και αυτή είναι η αδερφή μου...

Αφορμή για αυτό το post είναι άλλη μια ζόρικη αδερφή και η ορθογραφία της.

Πέμπτη, Μαρτίου 30, 2006

Ανεμόμυλοι

H Ελευθεροτυπία μαθαίνω εξαντλήθηκε τη προηγούμενη Κυριακή, με την επιλογή της να προσφέρει ένα βιβλίο . Ξεκίνησε με τους δυο τόμους του «Εγκλημα και Τιμωρία», ακολουθεί το «Πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέι» και θα είμαι πολύ ευτυχισμένος αν η «Ε» ή άλλη μεγάλη πολιτική εφημερίδα των Αθηνών δώσει και τον «Δον Κιχώτη». Για όσους δεν ξέρουν και έτυχε να διαβάσουν, πρόκειται για έναν απερίγραπτο ήρωα που κυνηγά ανεμόμυλους για τον έρωτα μιας ανύπαρκτης αγαπημένης, καβάλα σ’ ένα ψωραλέο άλογο. Και δεν ξέρω γιατί, αλλά μου μοιάζει πολύ επίκαιρο. Και, όχι, δεν μοιάζω με ανεμόμυλο...

Δευτέρα, Μαρτίου 20, 2006

H guardian, η Αθηνα και το thirio


Ολα τα περίμενα, αλλά πως θα δω να γράφεται στην καλύτερη αγγλική εφημερίδα, την guardian, το thirio και το toy, δυο από τα καλύτερα bar της Αθήνας, ως place to be, δεν το είχα στα προσεχώς.
Η guardian, στη πρώτη της διαδυκτιακή σελίδα έχει αφιέρωμα στην Αθήνα, και ζητάει από τους Αθηνέζους να δώσουν τα δικά τους tips. Γράψτε, αλλά τα καλά, αφήστε τα να τα ξέρουν οι λίγοι. Για παράδειγμα, βλέπω πως προτείνεται το galaxy. Σαφέστατα πρόκειται για το λαθος galaxy.

Παρασκευή, Μαρτίου 17, 2006

Απόλυση, τσόντα και mail

Ανοίγω το (εταιρικό) mail μου και βλέπω πως παρέρχεται η δόξα αυτού του κόσμου. Φίλοι, γνωστοί, άγνωστοι, παλιοί συνάδελφοι, διπλανοί στο γραφείο, παλιοί συμμαθητές, συγγενείς και άλλοι μπλεγμένοι μέσα σε προωθημένα mail. Σε mail γεμάτα σάρκα, ριπές ερωτικών υγρών, σφαλιαρίτσες και ανεπιθύμητα λουσίματα: Η τσόντα.
Πιστεύω πως ποτέ άλλοτε, σε τόσο σοβαροφανή γραφεία δεν έχει εμφανιστεί τόση μεγάλη ποσότητα τσόντας. Η απενοχοποίηση του εργαζόμενου, το διάλειμμα του υπαλλήλου.
Τα mail που κυκλοφορούν από υπολογιστή σε υπολογιστή, από γραφείο σε γραφείο, από φίλο σε γνωστό και σε άγνωστο είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο που θα αναλυθεί στο μέλλον. Το πρόβλημα όμως είναι άλλο.
Μια μέρα, ανοίγοντας το 20ο mail με τίτλο «πλούσια τα ελέη» , «έχω κάτι καλό σήμερα», ή «XXX me prosoxi» σκεφτόμουν πόσο επικίνδυνα είναι τα πράγματα. Πόσο λεπτές οι ισορροπίες. Ηταν θέμα χρόνου.
Πρόσφατα, απ΄’ότι έμαθα, στην αγαπημένη τράπεζα κάποιων μια γραμματέας είχε αναλάβει να στείλει την ευχετήρια αλληλογραφία. Επισύναψε στο mail της την κάρτα, την απέστειλε σε κάποιο στέλεχος μιας άλλης εταιρίας και το reply ήρθε με εντολή να περάσει από το λογιστήριο. Αντί για «Καλά Χριστούγεννα», το mail περιείχε μια δυσάρεστη σκηνή για μια ξανθιά που έκανε παρέα με πέντε έγχρωμους, προικισμένους νεαρούς. Οι νέες μορφές απόλυσης είναι εδώ...

Τετάρτη, Μαρτίου 15, 2006

Χαστουκόψαρα


"(...) Κλείνω. Μάτια. Ανοίγω. Μυαλό. Τελειώνεις το σχολείο, λες να ησυχάσεις από όλους αυτούς που σού κάθονται στο σβέρκο και σού λένε τι να πιστεύεις, τι να γνωρίζεις, τι να σκέφτεσαι, τι να μαθαίνεις και πώς να το μαθαίνεις. Ξυπνάς το πρωί, πας στη δουλειά κι είναι διάφοροι τύποι που σού λένε τι να κάνεις, πώς να φέρεσαι, πώς να ντύνεσαι, πώς να είσαι, για να βγάλουν εξαιτίας σου ―και με την ανοχή σου― περισσότερα λεφτά, είναι τα Αφεντικά. Γυρίζεις στο σπίτι, φωνάζουν οι γονείς, βουίζουν τα αυτιά σου, σού λένε θα πεθάνουν, εσύ θα τους πεθάνεις, αν δε μάθεις να φέρεσαι, να ντύνεσαι, να σκέφτεσαι, να είσαι όπως θέλουν Αυτοί. Πας στους φίλους σου, μία από τα ίδια, όλο τα ίδια και τα ίδια και τα ίδια και τα ίδια, τρέχουμε και δε φτάνουμε, όλοι μαζί, γύρω γύρω όλοι και στη μέση εμείς. Πας στα κλαμπ, βαριέσαι που ζεις, δυνατή μουσική, την αγνοείς, δεν έχει στίχους, δεν έχει κέφι, δεν έχει διέξοδο, σου λέει να χορεύεις, μόνο να χορεύεις, να κάθεσαι σα μαλάκας χωρίς να μιλάς, μόνο να χορεύεις και να κοιτάς, να κοιτάς, να κοιτάς, να κοιτάς, τις γκόμενες, χαμένες τελείως, κοιτάνε σα χαζές, τι φταίνει κι αυτές; το παίζουνε κάτι που δε θα γίνουν ποτέ, πώς θα γίνει να βρεις μια γυναίκα που να μην κοιτάει σα χαζή; ο έρωτας τι είναι; είναι να φέρεσαι σα χαζός, όχι να είσαι. Χαμόγελα ψεύτικα, ματιές από μακριά, μπούτια, βυζιά, χείλια υγρά, όλο υποσχέσεις, μηδέν προοπτικές, μηδέν ηθικό, για να πλησιάσεις στα δέκα μέτρα θες μια ντουζίνα προφυλακτικά. Πας σπίτι, ανάβεις τηλεόραση, διάφοροι απίστευτοι μαλάκες σού πετάν την άποψή τους, σού λένε τι να κάνεις, πώς να γελάς, πώς να περνάς, πώς να γαμάς, κάτι τενεκέδες, αν είναι δυνατόν, είναι σαν ψεύτικοι, σαν εφιάλτης, είναι γύρω μας, μπροστά μας, πίσω μας, μέσα μας, κάτω μας, τους πατάμε. Έι, εσύ, κολλητέ, με το ωραίο κοστούμι και το αφασία στυλ, καλά, είσαι κι ο πρώτος, γαμώ τα άτομα, πώρωση, πάουερ, γουάου, όλο ρωτάς, όλο ρωτάς, να ρωτήσω κι εγώ μια στιγμή; Πόσο κάνεις; Ο αδερφός σου δουλεύει στην τράπεζα, έχει γκόμενα, θα παντρευτούνε, θα κάνουν παιδιά, θα κάνουν σκυλιά, θα κάνουν βίντεο, και σπίτι, και κινητά, και αυτοκίνητα, να κάνουν, να κάνουν, να κάνουν ό,τι θέλουν, να κάνουν και άκρη να περάσω, δεν μπορώ εδώ, πνίγομαι, και πού να πας που να μην είναι έτσι, αφού παντού είναι έτσι: αφεντικά, αντιβηχικά, μπάτσοι, δάσκαλοι, γονείς, τηλεόραση, μαλάκες με μικρόφωνα, «Τι έχετε να δηλώσετε;», «Δηλώστε μας κάτι», «Κάντε μας μια δήλωση», «Τι θα μας δηλώσετε;», έχω να δηλώσω ότι σας βαρέθηκα, δεν πάει άλλο, από 'δώ και μπρος θά 'χετε να κάνετε μαζί μου, προσέχτε, μιλάω σοβαρά, θα κάνω το ντου και θα ψάχνεστε κι άντε μετά να τρέχουν οι μπάτσοι να με βρουν, μες στη δυστυχία τους κι αυτοί, μηδέν προοπτική, μηδέν ηθικό, μολότωφ στη μάπα τους, τις πετάνε πίσω, τι να κάνουν δηλαδή; όλοι μια παρέα είμαστε. Και να πέθαινε αύριο κάνα δυο δισεκατομμύρια κόσμος, μπορεί και να μη μ' ένοιαζε, μπορεί και να μ' ένοιαζε, δεν ξέρω, πάντως αν πέθαινα εγώ δεν θα ένοιαζε κανέναν, εδώ που τα λέμε έχω πεθάνει, οπότε τι έχω να χάσω; Τα κλαμπ με τα ποτά από αργό πετρέλαιο και τους ηλίθιους στην πόρτα; «Πρέπει να συνοδεύεστε», τι λε' ρε; εγώ είμαι μόνος μου, δε θέλω συνοδείες, δε θέλω κηδείες, δε θέλω αηδίες, θέλω μόνο να είσαι κάπου και να ξέρω ότι μ' αγαπάς, αγαπάς, αγαπάς, αγαπάς, απίστευτη λέξη και μάλιστα χωρίς προφυλάξεις, όμως είσαι εκεί; υπάρχεις; αν είσαι θα σε βρω, εκατό τα εκατό, χίλια τα εκατό, και θά 'μαστε μαζί και θα περνάμε καλά και λοιπά και λοιπά και λοιπά και λοιπά και λοιπά. Και μετά ξύπνησα, μέσα στον ύπνο μου. Δεν υπάρχουν όνειρα. Μόνο ξύλο στα γήπεδα και στους δρόμους και στο σπίτι, στο σχολείο, στη δουλειά, ξύλο παντού, μέχρι να καταλάβουν όλοι αυτοί με τα κολάρα ότι δεν κάνουμε δηλώσεις, δεν κάνουμε εκπτώσεις, ούτε παραχωρήσεις, μπορούμε να είμαστε πολύ σκληροί και θα είμαστε, δηλαδή δεν ξέρω άλλους, μόνος μου είμαι, θα βρω όμως, δε θα βρω; θα βρω και θα δείτε, μέχρι τότε κοιμηθείτε ήσυχοι, εγώ θα σας σκεπάζω τα βράδια, μη μου κρυώσετε και πάθετε τίποτα και εξαφανιστείτε σαν τους δεινοσαύρους από μόνοι σας. Κρατάτε γερά. Πρέπει να προλάβω να σας εξαφανίσω προτού εξαφανιστώ εγώ."



Και γαμώ. Και αυτό είναι από τα λίγα αποσπάσματα που δεν έχει γέλιο. Να' ναι καλά ο Λένος Χρηστίδης, που απ΄ ότι μαθαίνω τα έχει παρατήσει και είναι σε μια γαλάζια παραλία και κάνει μαθήματα καταδύσεων. Εκτός Ελλάδος. Ευγε. Μου έφτιαξε τη διάθεση ο τυπάς.

Δευτέρα, Μαρτίου 13, 2006

Οι χαμένες γιορτές


Την ημέρα των ερωτευμένων δεν την γιόρτασα γιατί έχω σχέση με κατανόηση και ανοιχτό μυαλό.

Την Τσικνοπέμπτη δεν τη γιόρτασα γιατί δεν είχα όρεξη να στριμωχτώ σε μια λιγδερή ταβέρνα με τύπους που βλέπουν fame story κάθε μέρα

Την ημέρα της γυναίκας δεν την γιόρτασα γιατί διαθέτω άλλον εξοπλισμό από τον απαιτούμενο.

Την ημέρα του πατέρα δεν τη γιόρτασα γιατί δεν είμαι πατέρας. Την ημέρα της μητέρας για τον ίδιο λόγο. Και τον παραπάνω.

Τις απόκριες δεν τις γιόρτασα. Πήγα σε ένα πάρτι ντυμένος κανονικά και δήλωσα πως ντύθηκα "ξενέρωτος". Με πίστεψαν όλοι.

Την σημερινή μέρα, που απ’ ότι άκουσα στο ράδιο είναι «μέρα χωρίς αγορές» για αντίδραση στην ακρίβεια, δεν τη γιόρτασα γιατί μου είχε τελειώσει το χαρτί υγείας. Καλή η αντίδραση, ακόμα καλύτερη η καθαριότητα.

Ελπίζω τουλάχιστον να γιορτάσω αυτή τη μέρα...

Πέμπτη, Μαρτίου 09, 2006

Εύοσμος και κάκοσμος

Μια αναζήτηση στο net για το λήμμα Εύοσμος, μπορεί να σου βγάλει πολλά και αντιφατικά πραγματάκια. Μπορεί ας πούμε να προκύψει η ετυμολογία της λέξης: Εύοσμος -η –ο αυτός που μυρίζει ευχάριστα.
Κάπου έχω διαβάσει πως η όσφρηση είναι η πιο σημαντική αίσθηση, αυτή που ανακαλεί πιο έντονα, γρήγορα και αποτελεσματικά τις αναμνήσεις. Εγώ όμως, όποτε άκουω Εύοσμος θα σκέφτομαι αυτό.
Θα σκέφτομαι μυρωδιά καμένων, υπερσυντηρητικών μυαλών. Θα σκέφτομαι την αποκρουστική αηδιαστική εικόνα φανατισμένων ανθρώπων, που θέλουν να κρύψουν «κάτω από το χαλί» την αλήθεια και να καθαρίσουν τον τόπο τους. Ανδρείκελα, υπερσυντηρητικά, που ενώνονται με φανατισμένα μάτια, μόνο όταν αφορά την περιοχή τους. Την ζωούλα τους. Οι «άλλοι», οι «άρρωστοι», οι «βρώμικοι», οι «ασθενείς» να πεθάνουν. Μακριά μας. Αλλιώς θα βρωμίσουν τα μυαλά μας. Θα διαφθείρουν τα παιδιά μας. Λες και αυτοί δεν το έχουν κάνει ήδη.




Και, ναι, με πιάνει αηδία από την κακοσμία.

Τρίτη, Μαρτίου 07, 2006

Ολα καλα




Πρόσφατα, ένας φίλος δεν ένιωθε καλά. Πήγε στο ΙΚΑ, είπε (για) τον πόνο του, ενημερώθηκε πως ήταν τυχερός καθώς τον μεθεπόμενο μήνα μπορούσε να δει τον γιατρό. Πράγματι, πήγε. Κάθησε απέναντι του, του είπε τι έχει, ο doc – χωρίς καν να τον κοιτάξει και φυσικά εξετάσει– του είπε πως θα γίνει καλά αν πάρει τα τάδε χάπια. «Ήταν σαν να δίνεις συνέντευξη. Είχε πλάκα» σχολίασε ο φίλος, αφότου βέβαια πήγε και σε ιδιωτικό γιατρό για να σιγουρευτεί πως δεν έχει τίποτα. Αλλά τα πράγματα αλλάζουν. Οπως διάβαζω στην Ελευθεροτυπία:

« Ανακαίνιση

*Τα μάτια τους τρίβουν όσοι επισκέπτονται τις τελευταίες ημέρες το υπουργείο Υγείας μετά την άφιξη του Δ. Αβραμόπουλου. Πρώτο μέλημα του νέου υπουργού μετά την αποχώρηση του Ν. Κακλαμάνη ήταν να τοποθετήσει μοκέτες και νέα έπιπλα στον όροφο όπου στεγάζεται το γραφείο του. Η αισθητική αναβάθμιση του νέου υπουργείου του βρίσκεται -προφανώς- σε πρώτη προτεραιότητα.»


Οσοι είστε ασαλισμένοι στο ΙΚΑ και δεν μπορείτε να πάτε σε ιδιωτική ασφάλιση, μην ανησυχείτε. Όλα θα γίνουν καλύτερα. Πιο αστραφτερά. Πιο καθαρά. Πιο ήσυχα. Σαν φέρετρα.

Πέμπτη, Μαρτίου 02, 2006

Το λαθος ψιλικατζιδικο



O Σωκράτης πεινούσε. Είχε ολοκληρώσει μια όχι τόσο κουραστική, όσο βαρετή μέρα στις επιχειρήσεις του και ένα ηλίθιο meeting με κάτι παλιόφιλους από την (πρώην ανατολική) Γερμανία τον είχε κρατήσει στο γραφείο, την ώρα που έπαιζε η Θρυλάρα. Ο Σωκράτης ήταν αρκετά κάφρος για να μιλάει, να ανέχεται και να χαϊδεύει ενίοτε το αφράτο μαλλάκι του Τάκη του Τσουκαλά, αλλά ήταν περισσότερο άνθρωπος των επιχειρήσεων. Οπότε ,δεν άφησε την δουλειά για να πάει στα Λιόσια να δει την ομάδα του (κυριολεκτικά) να παίζει (μεταφορικά).
Η ώρα ήταν περασμένη, ο αγώνας συνεχιζόταν και η κοιλιά του γουργούριζε. Αποφάσισε να μην λιμοκτονήσει για τους υπαλλήλους του, φώναξε τα μπραβόνια, έκλεισε τα φώτα και μπήκε στο αμάξι. Θα πήγαινε για φαΐ και θα άκουγε το παιχνίδι Ακράτητος – Ολυμπιακός από το ραδιόφωνο. Δέκα λεπτά αργότερα, ο Ριβάλντο είχε σκοράρει και ο κάφρος ξύπνησε μέσα του. Φώναξε γκολ δυνατά, ταράσσοντας τους μπράβους που όπλισαν όλοι μαζί τα όπλα τους και είδε με την άκρη του ματιού του ένα ψιλικατζίδικο. Έδωσε εντολή στον οδηγό να σταματήσει, μπήκε χαρούμενος στο μαγαζί και ο έκπληκτος ιδιοκτήτης του είδε μπροστά του: Τον Σωκράτη Κόκκαλη να γελάει σαν τον Αϊ Βασίλη, 15 μπράβους να χαϊδεύουν τα όπλα τους και έναν απ’ αυτούς να κλέβει πιτσίνια.
Ο Κόκκαλης γέλασε πιο δυνατά, όταν είδε πως ο ιδιοκτήτης του ψιλικατζίδικου έβλεπε το ματς στην τηλεόραση. Τον ρώτησε αν είναι Ολυμπιακός, ο τύπος απάντησε ναι, είδαν μαζί το γκολ του Ριβάλντο στο ριπλεϊ και φεύγοντας, ο ιδιοκτήτης είχε πάρει στα χέρια του ζεστά ζεστά 5.000 ευρώ. Επειδή ήταν ο σωστός γαύρος (κάτοχος τηλεόρασης) στην σωστή στιγμή. Ένα μεγάλο μέρος, του απρόσμενου κέρδους, το χάλασε τηλεφωνώντας σε γνωστούς και φίλους...

(Η ιστορία είναι πραγματική , τσεκαρισμένη και δημοσιευμένη– χωρίς τις σάλτσες. Δυστυχώς ο πρόεδρας πηγε στο λάθος ψιλικατζίδικο...)