Τετάρτη, Μαΐου 24, 2006

H μαχη των φυλων



Υπήρξε μια μακρινή και αγαπημένη εποχή, αυτή που ήμουν εντελώς αργόσχολος. Τον χρόνο μου τον περνούσα καπνίζοντας, βγαίνοντας και παρατηρώντας τα πάντα με την μοναδική καθαρή ματιά του ανθρώπου, που είναι αποστασιοποιημένος από δουλειές, υποχρεώσεις, χρήματα και άλλες μικροαστικές αναγκαιότητες.
Παρατηρούσα ανθρώπους, παρατηρούσα γυναίκες (αυτή τη στιγμή το μίσος φουντώνει και οι αναπτήρες πλησιάζουν απειλητικά τα σουτιέν) , παρατηρούσα ζευγάρια. Και κάπου εκεί μου μπήκαν οι υποψίες στο μυαλό.
Ο παππούς μου ήταν ένας ήρεμος, καλοντυμένος και ηλικιωμένος τύπος. Σπάνια μιλούσε για το παρελθόν, όσο τα χρόνια περνούσαν οι επισκέψεις του στην εκκλησία αυξάνονταν και οι απολαύσεις του ήταν ο πρωινός καφές, το ξύρισμα και η βόλτα για εφημερίδα και καφέ με τους φίλους του. Ο παππούς είχε πολεμήσει το ’40. Ήταν από τα λίγα πράγματα για τα οποία μιλούσε με ενθουσιασμό. Για τους Γερμανούς, τις κακουχίες, το περπάτημα από την Αλβανία μέχρι την Αθήνα, τους φίλους που χάθηκαν. Πάντα άκουγα με προσοχή, με σεβασμό τις διηγήσεις του, ακόμα και αν επαναλαμβάνονταν. Ο σεβασμός ήταν δεδομένος, σε έναν άνθρωπο που τα έχει ζήσει όλα αυτά. Οχι ακριβώς.
Η διήγηση του, τερματιζόταν από τις φωνές της γιαγιάς μου από το μέσα δωμάτιο «Αμάν, ρε καημένε, πάλι τα ίδια λες του παιδιού. Σταμάτα πια.» Πάντα σταματούσε.
Δεν θέλω να κάνω αναδρομή της οικογενειακής μου δομής αυτή τη στιγμή, προσπαθώ (ίσως και μάταια) να δείξω την άποψη μου. Η γιαγιά μου δεν ήταν φεμινίστρια. Δεν νομίζω να ξέρει καν τη λέξη. Πώς όμως είχε γίνει ο άρχοντας του σπιτιού; Η εξωτερική καταπίεση υπήρξε πάντα και δεν την έκρυψε ποτέ η ίδια. Κάποιες κιτρινισμένες φωτογραφίες του παππού, που έπεσαν στα χέρια μου μετά τον θάνατο του, με άψογο ντύσιμο που τότε υποθέτω πως ήταν μοδάτο, αγκαλιά με κάτι γυναίκες που σίγουρα δεν ήταν η γιαγιά μου με την οποία τότε ήταν παντρεμένος, σε ένα μπαρ στο κέντρο της Αθήνας, αποδεικνύουν πως τη ζωή του την είχε ζήσει. "Γίνονταν αυτά παιδί μου" ήταν η συγκονιστική ομολογία της γιαγιάς. Ολα αυτά, μέχρι να κάνει το λάθος.
Το λάθος δεν είναι ο γάμος, αλλά η υποτίμηση του αντιπάλου. Καθώς τα χρόνια περνούνε, ο άντρας, καταπονημένος από δουλειές, υποχρεώσεις, αποτυχίες και ρουτίνα, κατρακυλά στο κομπαρσιλίκι. Στον ρόλο του σιωπηλού, υποτιμημένου, yesman, που άγεται και φέρεται από την γυναίκα του, που θριαμβεύει επί χρόνων καταπίεσης. Και κάπου εδώ τα στερεότυπα νικούν με μεγάλη διαφορά. Υστερίες, φωνές, καταπίεση, θρίαμβος και ίσως και μίσος σε λανθάνουσες δόσεις, μοιράζονται από γυναίκες σε άντρες με ένθεη μανία.
Αυτά ίσχυαν παλιά. Τώρα πλέον τα πράγματα αλλάζουν. Οι γυναίκες δεν σκύβουν το κεφάλι. Και καλά κάνουν φυσικά. Διεκδικούν, φωνάζουν ενίστανται, απαντούν. Ο άντρας εδώ και 50 χρόνια αντιμετωπίζει έναν δυναμικό αντίπαλο και όχι ένα σκεύος. Επαναλαμβάνω ορθώς γίνεται όλο αυτό. Και είναι προς όφελος μας, άντρες bloggers. Γιατί όταν τα χρόνια περάσουν και η σύνταξη έρθει, δεν θα είναι μόνο ο άντρας καταπονεμένος, καταπιεσμένος και κουρασμένος. Και η γυναίκα, μητέρα, εργαζόμενη, φεμινίστρια κάπως έτσι θα είναι. Και όλα αυτά τα λεω, γιατί όταν έρθει η ώρα να διηγηθώ για 500η φορά στο εγγόνι μου τις τρομακτικές εμπειρίες μου από τους 9 μήνες που πήγα στρατό, δεν θέλω κανένας να με διακόπτει από την κουζίνα. 'Η από τον καναπέ, μην εκνευρίζεσαι φίλη φεμινίστρια...

Εμπνευση γι' αυτό το post μου έδωσε ο παππους μου και ο κυριος Νίκο Δήμου με το εκπληκτικο "καθημερινό ξύρισμα" και αφορμή η μάχη των φύλων ανάμεσα στον φίλτατo pascal και την φεμινίστρια hob

Τετάρτη, Μαΐου 17, 2006

H πόλη μέσα του


Με περνούσε ένα χρόνο. Εγώ έμπαινα στη τελευταία τάξη, αυτός μόλις είχε τελειώσει. Και όχι μόνο είχε τελειώσει, αλλά είχε περάσει στο πανεπιστήμιο, στη σχολή που γούσταρε. Αυτό δεν έφτανε. Είχε μόλις αγοράσει μηχανή, τα είχε με την εκθαμβωτική Ν. και στα εφηβικά μάτια μου ήταν άρχοντας. Ίνδαλμα. Αρχηγός.
Μέχρι ένα βράδυ του Αυγούστου, όταν κοντά στο σπίτι του, έγινε το κακό. Κάποιοι είπαν πως έφταιγαν τα λάδια, κάποιοι άλλοι «η κακιά στιγμή», ορισμένοι μίλησαν για ταχύτητα και οι περισσότεροι σιώπησαν.
Τι να πει δηλαδή κανείς για έναν 18χρονο που στις 4:01 (νόμιζε πως) τα είχε όλα και στις 4:02, ήταν ξαπλωμένος στο κράσπεδο μέσα στα αίματα; Καλύτερα σιωπή. Αυτός δεν σιώπησε. Μόλις ανέκτησε τις αισθήσεις του, μόλις κατάλαβε πως είναι στο νοσοκομείο, άρχισε να φωνάζει, άρχισε να παραμιλά. Τίποτα δεν τον έσωσε. Ούτε οι Έλληνες γιατροί, ούτε τα ταξίδια στην Αγγλία, ούτε τα τάματα της μάνας του, που μέρα με τη μέρα συρρικνωνόταν από τη λύπη. Ο άρχοντας, το ίνδαλμα, ο αρχηγός ήταν καθηλωμένος σε αναπηρικό καροτσάκι. Σιωπή.
Ευτυχώς είχε φίλους. Αυτοί έσπασαν την σιωπή. Η εικόνα τους, να τον μεταφέρουν μέσα στο ειδικό αμάξι, να τον βάζουν μέσα στα μαγαζιά, να πηγαίνουν βόλτες έγινε το σήμα κατατεθέν της περιοχής. Ευτυχώς, γιατί αν θέλει να κάνει μια βόλτα μόνος του, αυτός και ο πόνος του, δεν μπορεί.
Και κάπου εδώ σταματάει η λανθάνουσα μυθοπλασία και αρχίζει η ψυχρή πραγματικότητα. Ας υποθέσουμε πως ο πρωταγωνιστής υπάρχει. Ας υποθέσουμε πως έχει πάθει ένα ατύχημα, έχει καθηλωθεί στις τέσσερις απεχθείς βοηθητικές ρόδες και η επιστήμη σηκώνει τα χέρια ψηλά. Εντάξει, αυτή δεν μπορεί. Οι άνθρωποι; Αυτοί σηκώνουν τα χέρια και μουντζώνουν.
Η Αθήνα είναι μια μη χρηστική πόλη. Για τους αρτιμελείς κατοίκους της. Και αν φέρεται έτσι σε όσους έχουν την τύχη (βάλε προσοχή, βάλε θρησκευτική εύνοια, βάλε ο,τι θες) να είναι υγιείς, σε όσους έχουν ένα πρόβλημα, τους πετάει στα τάρταρα. Στον Καιάδα. Δεν τους δίνει το δικαίωμα να συνεχίσουν τη ζωή τους, έστω και με βοηθητικές ρόδες. Όπου έχω ταξιδέψει στο εξωτερικό έχω δει σεβασμό. Σεβασμό από τους πεζούς, σεβασμό από τους δήμους που δημιουργούν ράμπες, σεβασμό από τους οδηγούς. Κάποιος περισσότερο κοσμοπολίτης από εμένα, μπορεί ίσως να βοηθήσει εδώ. Στην Αθήνα έχω δει ελάχιστες ράμπες. Κυρίως στο κέντρο. Και κανέναν να τις σέβεται.
Ανθρώπους που βλέποντας το «Θάλασσα μέσα μου» ίσως θα δάκρυζαν, πολίτες που συμμετείχαν στις κοινωνικές κινητοποιήσεις του «Φόρουμ», αισθηματίες που μιλούν για ειρήνη και γαμώ την Αμερική και δεν ξέρω και εγώ τι άλλο, αφαιρούν το δικαίωμα στη ζωή. Ρε ανθρωπίσκε, εσύ που μάχεσαι για τους πολέμους, εσύ που βρίζεις τις κυβερνήσεις, εσύ που απεχθάνεσαι την αδικία, εσύ που έχεις επίπεδο, κάνε τη δική σου επανάσταση πρώτα και ο Μπούς έχει χρόνο για να συμμορφωθεί. Εσύ που βιάζεσαι να κάνεις τη μίζερη καθημερινότητα σου, κατάλαβε πως δεν χρειάζεται να αφαιρείς από τον άλλο το δικαίωμα στη ζωή. Κατάλαβε πως το «βιάζομαι» , γι’ αυτό παρκάρω εδώ δίπλα στη ράμπα, δεν είναι δικαιολογία, δεν είναι καν πρόταση. Είναι βιασμός.
Δεν ελπίζω στην καλοσύνη του ανθρώπου. Ελπίζω τουλάχιστον η απειλή αφαίρεσης του διπλώματος, να αποτρέψει κάποιους από το να βιάζουν κάποιους άλλους που τους θεωρούν νεκρά ζώα. Τα ζώα.

Πέμπτη, Μαΐου 11, 2006

10+ 1 πράγματα που μου έμαθε η εργένικη ζωή



(εναλλακτικός τίτλος, οι εμπειρίες ενός καθυστερημένα επαναστατημένου μπουλη στους πρωτους μηνες της εργενικης ζωης του)

UPDATE: Η καταγραφη της μιζερης καθημερινοτητας μου, προκαλεσε αντιδρασεις. Ναι, λοιπον και οι παντρεμενοι και οι χωρισμενοι και οι ξενιτεμενοι, έχουν ψυχη.

1. Τα ταπερ είναι η μεγαλύτερη εφεύρεση του ανθρώπου. Μετά τα blogs και το depon.

2. H σκόνη δεν είναι αυτοκαθαριζόμενη και εμφανίζεται απρόσκλητη ο,τι ώρα γουστάρει η καριόλα.

3. Η μοναξιά καραδοκεί σε κάθε γωνιά του σπιτιού σου.

4. Το μαγείρεμα αν γίνεται με τις σωστές δόσεις, τις σωστές ώρες μπορεί να αποδειχθεί ιδανική άσκηση ζεν ηρεμίας και αυτοσυγκέντρωσης. Αντιθετα, τo σιδέρωμα εχει φτιαχτει για να βασανιζει σοβαρους ανθρωπους με ασχολιες.

5. Καποιοι φιλοι προτιμουν να φανε ελεεινα delivery από τις δικες σου δημιουργίες, τις οποιες εσυ αντιμετωπιζεις καπως σαν τα παιδια που ποτε δεν εκανες και ισως δεν κανεις. Πατρικη αγαπη στη μακαροναδα.

6. Xbox, playstation, 24 και Lost τις βροχερες μερες μπορει να καταστρεψουν την κοινωνικη σου ζωή. Ακόμα και αν δεν βρεχει. Το ιδιο και τα blogs.

7. Υπάρχουν φορές που θα ομολογήσεις “Ι’m to old for this shit, εχω να καθαρισω το σπιτι”. Στο shit βαλε ποτά, drugs και θρυλικες εξόδους που χάνονται στη θαλπωρή του σπιτιού σου.

8 . Στο supermarket ΠΟΤΕ δεν θα πάρεις μόνο αυτά που θέλεις. Και πάντα θα περάσει από το μυαλό σου να κλέψεις ζελε/οδοντοβουρτσα/μπαταριες και οτιδήποτε άλλο που φουσκώνει τον λογαριασμο. Πάντα κωλώνεις.

9. Η σεξουαλικη σου ζωή βελτιώνεται. ‘H όχι; Έχεις;

10. Από ακατάστατος τύπος μπορεί εύκολα να καταλήξεις να έχεις OCD

11. Πάντα να έχεις λίγο (ή πολυ) ποτό σπίτι, γιατί το νούμερο 3 είναι αμείλικτο, όταν δεν είναι επιθυμητο. Το ίδιο και το 2, αλλα αντιμετωπιζεται καλυτερα με ξεσκονισμα, παρά με ξίδια. Νομιζω δηλαδη.

Πέμπτη, Μαΐου 04, 2006

Η απαγωγή του blogger





Τις τελευταίες 99 μέρες, ο 32χρονος Rene Braeunlich και ο 28χρονος Thomas Nitzschke δεν δούλευαν. Για την ακρίβεια τους δούλευαν, αφού η αρπαχτή που πήγαν να κάνουν στο Ιρακ ως μηχανικοί, λίγο έλειψε να καταλήξει σε έναν μαρτυρικό και φανταχτερό θάνατο. Στις 24 Ιανουαρίου, στον δρόμο για την δουλειά τους, σε ένα εργοστάσιο πετρελαίου 250 χιλιόμετρα βόρεια της Βαγδάτης, έπεσαν θύματα απαγωγής από Ιρακινούς και μέχρι την περασμένη Τρίτη ήταν όμηροι, θύματα και ήρωες. Μόλις αφέθηκαν ελεύθεροι, σύμφωνα με τον Γερμανό πρέσβη, δεν ζήτησαν τους κακομάθει με τα προβλεπόμενα σοκολατάκια, αλλά ένα ποτήρι παγωμένη μπύρα και όλα τα αποτελέσματα των ποδοσφαιρικών αγώνων της Γερμανίας. Ενδιαφέρουσα ιστορία. Σύμφωνα με τα υπόλοιπα στερεότυπα, ένας Έλληνας τι θα ζητούσε; Έναν παγωμένο φραπέ και τα αποτελέσματα της φανταχτερής Σούπερ Λιγκα; Ένας Τούρκος; Ναργιλέ, μπακλαβά και Γαλατασαραϊ; Ενας Βρετανός; Τσαι, συμπαθεια και premier league; Ένας Αμερικάνος; Άκυρο. Γι’ αυτόν δεν θα μαθαίναμε ποτέ την αλήθεια. ‘Η θα πέθαινε ή θα γινόταν ταινία. ‘Η και τα δυο. Ένας από «εμάς»; Πολύ φοβούμαι πως μερικοί το πρώτο που θα ζητούσαν από τον πρέσβη , θα ήταν ένας υπολογιστής, μια σύνδεση και την πρόσβαση στα στατιστικά του αραχνιασμένου blog του...

Τρίτη, Μαΐου 02, 2006

A for Agamia


(η φωτο ειναι απο παραλια αλλης χωρας, με υγιεστερη σεξουαλικη ζωη απο την δικη μας)

Ανοίγω τον υπολογιστή. Βλέπω τους bloggers να πληκτρολογούν με εκκωφαντικό θόρυβο και ένθεη μανία τα πληκτρολόγια τους κάνοντας τις νοικοκυρές που βρίζονταν για τις μπουγάδες τους στις υπέροχες ελληνικές αυλές να μοιάζουν παναγιές. Τον κλείνω.
Ανοίγω τη τηλεόραση. Βλέπω τον καλοπληρωτή Τράγκα να φωνάζει φτύνοντας σε επικίνδυνη ένταση για το δίκιο του λαού. Την κλείνω.
Οδηγάω το αυτοκίνητο. Τρωω κίνηση, ένταση και μπινελίκια με τις ίδιες εκνευριστικές δόσεις. Μέχρι και ένας παππούς με την ηλικία του Ζάχου Χατζηφωτίου - όχι όμως και με τις ευγενικές συνήθειες του εστετ βλάχοαθηναίου – με βρίζει κορνάροντας σαν 18χρονος κάγκουρας. Παρκάρω.
Περπατάω στον δρόμο. Ρωτάω ευγενικά πληροφορίες για κάτι που ψάχνω και εισπράττω δωρεάν ωμή αγένεια. Προχωράω.
Φτάνω στο γραφείο, αποφεύγω με χάρη, βλέμματα γεμάτα μίσος και παράνοια και αναλογίζομαι. Αυτή η χώρα δεν θα γίνει ποτέ πλούσια. Ακόμα και αν είχαμε για πρωθυπουργό τον Pascal. Και να φορολογηθεί το sex, τα ταμεία άδεια θα παραμείνουν. Η αγαμία (ή κακογαμία για τους καλοπροαίρετους) παραμένει το εθνικό μας σπορ. Και παύλα


ΥΓ. Παρακαλειται οποιος επιθυμει να σχολιασει κατι σχετικο περι μεσογειακού ταπεραμεντου ή να τσιτάρει κάποιο φληνάφημα του τυπου "η διαφωνία είναι υγεία" να το ξανασκεφτει.