Τρίτη, Ιουνίου 27, 2006

Note to self: Να μην πεθάνω.

(μικρό παραλήρημα)



Βρισκόμουν στη καλύτερη στιγμή. Μεταξύ δεύτερου και τρίτου ούζου, λίγο πριν από την Μεγάλη Ζαλάδα, ενώ μόλις είχα υποδεχθεί το Άγιο Μούδιασμα. Ήταν μεσημεράκι, βρισκόμουν κάπου στο κέντρο και όλα έμοιαζαν απλά. Ένας συμπαθέστατος πλανόδιος πωλητής είχε διαφορετική άποψη. Εμφανίστηκε στη ζωή μου ξαφνικά, διαλαλώντας την άχρηστη – με όλη την καλή διάθεση – πραμάτεια του. Πουλούσε αυτά τα μαγνητάκια που τα πετάς στον αέρα, οι νόμοι της φυσικής δουλεύουν και δημιουργούν έναν εντελώς περιττό και αχρείαστο ήχο. Δεν είπα τίποτα.
Στο διπλανό τραπέζι, ένας λίγο χοντρός, αρκετά αγάμητος, ελάχιστα λαμπερός και μινιμαλιστικά πλυμένος Έλλην ένιωσε να θίγεται και άρχισε να βρίζει τον μετανάστη – πωλητή. Δεν είπα τίποτα. Πάλι. Λίγο αργότερα ο πωλητής ξαναπέρασε. Ο απόγονος των Αρχαίων Ελλήνων δίπλα μου τον ξαναέβρισε, επιβεβαιώνοντας την DNAική ανωτερότητα του. Δεν είπα τίποτα. Πάλι.
Πέρασαν δυο λεπτά και με θεόσταλτη ειρωνεία, ένας Έλληνας, λίγο σωματώδης, λίγο τσαμπουκαλεμένος, λίγο τετραγωνισμένος, έσκασε μύτη από την γωνία. Κρατούσε τα επάρατα μαγνητάκια, αγορασμένα από τον ταπεινωμένο πωλητή. Τα πετούσε στον αέρα και δημιουργούσε τον ενοχλητικό ήχο που σε μια φυσιολογική ζωή δεν θα έπρεπε να υπάρξει. Κοίταξα με ενδιαφέρον τον ευγενή συμπατριώτη μου, που αυτή τη φορά, έπειτα από σύντομη σύσκεψη των τεσσάρων εγκεφαλικών κυττάρων του, αποφάσισε να δεχθεί την διαφορετικότητα του άλλου και να μην τον βρίσει. Ήταν σοφός, όσο και δειλός.
Και κάπου εκεί μου ήρθε. Ήθελα να σηκωθώ, να τινάξω την ζαλάδα από πάνω μου, να τον πλησιάσω, να αγοράσω δυο μαγνητάκια από τον πωλητή, να ψάξω τις μεγαλύτερες τρύπες του σώματος του (μια μπροστά και μια πίσω) να τοποθετήσω προσεκτικά τα μαγνητάκια και να περιμένω την εφαρμογή των νόμων της φυσικής. Δεν το έκανα. Απλά ρέμβασα και άρχισα να σκέφτομαι τα Μεγάλα ή Μικρά Πράγματα Που Θα Ήθελα Να Κάνω Στη Ζωή Μου Και Κώλωσα.
Την γλυκιά ρέμβη, διαδέχθηκε η σκληρή μελαγχολία. Ήταν πολλά τα γαμημένα και ο χρόνος ελάχιστος. Επίσης το παρελθόν ήταν λίγο ομιχλώδες. Το ίδιο και το μέλλον, ο τόπος στον οποίο όλα μοιάζουν καλύτερα, χωρίς απαραίτητα να είναι.
Οπότε στάθηκα στο μόνο πράγμα που θέλω σίγουρα για το μέλλον μου, για να γλιτώσω από τις επικίνδυνες σκέψεις: να μην πεθάνω. Τουλάχιστον πριν βαρεθώ. Όλα τα άλλα θα έρθουν. Ή θα προσπεράσουν. Σαν τους νόμους της φυσικής, τους μόνους που σέβομαι.
Μετά άρχισε το Μουντιάλ και ξεχάστηκα. Με τις υγείες μας, να ξεχαστουμε και στο επομενο.

Δευτέρα, Ιουνίου 26, 2006

Μη μιλάς άλλο ρε Νιόνιο...

Πριν...


Έτσι είναι Νιόνιο μου. Δεν γίνεται να τα έχεις όλα. Και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο. Το έχεις πει άλλωστε και εσύ και οι νεανικές λέξεις σου μοιάζουν να σε κυνηγούν. «Πώς να κρυφτείς απ’ τα παιδιά, έτσι και αλλιώς τα ξέρουν όλα».
Γουστάρω τρελά την ακατέργαστη φωνή του Σαββόπουλου. Το μέταλλο της φωνής του, την κατεστραμμένη φάτσα του όταν ήταν μικρός, το θεατρικό του ύφος. Οι λόγοι ίσως να είναι και αταβιστικοί *, αφού στο πατρικό μου πάντα ακουγόταν η φωνή του. Θα ήθελα να ήταν κάτι σαν παππούς μου. Αλλά πάντα είχα τις αμφιβολίες μου.
Και ήταν ο κυριότερος εκφραστής ενός ακόμα αναπάντητου φιλοσοφικού - φιλομουσικού ερωτήματος: κρίνουμε τον τραγουδιστή μόνο ή τον τραγουδιστή – άνθρωπο. Αν ισχύει το πρώτο, τότε εξακολουθω να τον γουστάρω. Πολύ φοβάμαι όμως, πως ισχύει το δεύτερο. Από τη στιγμή που έχει έντονη κοινωνικοπολιτική παρέμβαση κάποιος, χάνει το δικαίωμα να είναι απλά ένας τραγουδοποιός. Και γίνεται «δημόσιο πρόσωπο» απολαμβάνοντας τα καλά της εξουσίας και τα αναμενόμενα απόνερα της κριτικής.
Αν υπάρχουν και άλλοι στη γενιά μου που γουστάρουν και παρακολουθούν τον Σαββόπουλο (πολύ αμφιβάλλω) σίγουρα και αυτοί θα είχαν εκνευριστεί με τις παλινωδίες και τα χαριεντίσματα του με το ΠΑΣΟΚ, την ΝΔ και τις συνεχείς του αποψούλες, έστω και τόσο όμορφα διατυπωμένες. Κανείς όμως δεν μίλησε.
Χθες, ο Νιόνιος έμαθε για τα καλά πως δεν γίνεται να είναι μέσα σε όλα. Το Σάββατο αγκαλίτσες με τον Κωστάκη και την χειρούργο του και την Κυριακή, εκεί, ανάμεσα στους πιτσιρικάδες στο Schooligan, αιώνιος έφηβος, επαναστάτης γλωσσοπλάστης και ροκερ. Τελικά, η απειλή των γιαουρτιών, τον απέτρεψε από το να εμφανιστεί. Με ή χωρίς την Καλομοίρα. Και το χειρότερο απ’ όλα είναι πως τον τίτλο στην όλη ιστορία τον έχει γράψει αυτός. «Έτσι και αλλιώς τα ξέρουν όλα...»

* Επιτέλους. Χρόνια έψαχνα αφορμή για να γράψω αυτή την υπέροχη λέξη.





Και μετά...

Κυριακή, Ιουνίου 25, 2006

^%@#$!^*^%$#@!#$^@@&<'

Την ώρα που έτρωγα ένα περιποιημένο μπινελίκι με φιλική χροιά από αγαπημένο φίλο, λίγο αφότου είχα μια βαθύτατα φιλοσοφική τηλεφωνική συνομιλία με τουλάχιστον 5 βωμολοχίες ανά νανοσεκόντ με άλλον έναν αδερφικό φίλο, και καθώς ετοιμαζόμουν να απολαύσω μπάλα με παρέα και άπειρο french trash talking, πείστηκα για την αμπελοφιλοσοφία της ημέρας:
Το βρίσιμο, εκτός από μέσο πλουτισμού για κάτι μικρόνοες Ψιψίνες της τηλεοπτικής πραγματικότητας είναι πάνω απ’ όλα τα γλυκόλογα αγάπης των αντρών, αφού στα βάθη της αντροπαρέας δεν ευδοκιμούν άλλα λόγια. Εκτός και αν λεω μαλακίες.

Παρασκευή, Ιουνίου 09, 2006

Ρεψιματιες - σερνοπαντόφλες 0-0


«Λαδοκαναπέδες, ρεψιματίες, σερνοπαντόφλες, δε θα γλιτώσουμε από το κλοτσοσκούφι σας ούτε στα μπλογκ. Αίσχος. Η χοληστερίνη της μπλογκόσφαιρας θα βαρέσει συναγερμό. O δείκτης καφρίλας του Μonitor θα πάει στην εξάτμιση. Μπα που να σας φέρνουνε τις πίτσες άψητες και τις μπίρες ζεστές και να σας πέφτει ο γενικός πάνω στο άψογα εκτελεσμένο κόρνερ του 90'»


Αυτό ήταν ένα από τα πρώτα , και όχι ιδιαίτερα ενθαρρυντικά, σχόλια στο νεότευκτο γεμάτο βαρβατίλα, τεστοστερόνη και αλκοολ, μπλογκ dribble&drink. Προήλθε από το οργισμένο πληκτρολόγιο της συμπαθέστατης Λεσπριτιας και άνοιξε ένα μεγάλο θέμα. Γυναίκες VS Αντρες, εντός εκτός και γύρω από το ποδόσφαιρο. Και την οθόνη φυσικά. Και εξηγούμαι.
Εδώ και αρκετές εβδομάδες, δεχόμαστε, άλλη μια από αυτές τις βαρετές, trendy και αχρείαστες επιθέσεις ψευτοδιλλημάτων. Ευφάνταστες(;) λίστες σχετικά με το τι πρέπει να κάνει η σύζυγος/σύντροφος κατά τη διάρκεια του Παγκοσμίου Κυπέλλου κυκλοφορούν, σωβινιστικά αστεία για μπύρες, πίτσες και τηλεκοντρόλ ακολουθούν και τα φύλα πάλι χωρίζονται.
Είμαι ένας άνθρωπος που έχει παρακολουθήσει με ενδιαφέρον αναμετρήσεις ανάμεσα στη Δόξα Βύρωνα και τον Αθηναϊκο, τον Χολαργό με την Λούτσα και φυσικά, Ολυμπιακό ΑΕΚ κτλ. Εχω συγκινηθεί από το ποδόσφαιρο, έχω βαρεθεί άλλες φορές, έχω παίξει και με εξαιρετική αποτυχία. Δεν είναι εύκολο να το ομολογείς αυτό με τον Βύρωνα τώρα που το σκέφτομαι και το γράφω.
Ωστόσο, εδώ και καιρό με έχει πιάσει μια αηδία γύρω από αυτή την αέναη και αχρείαστη κόντρα, προϊόν διαφήμισης, χαζοκλισέ και υπερπροβολής. ΟΚ θα δω το Μουντιάλ. ΟΚ θα αρνηθώ κάποιες εξόδους. ΟΚ θα πιω και αρκετή μπύρα, θα φαω και πίτσα και σουβλάκια. Αλλά το ζήτημα ξεπερνάει κατά πολύ τα όρια ενός όμορφου (υποκειμενικό το δέχομαι) θεάματος που είναι το ποδόσφαιρο και αγγίζει τα μέτρα του φασισμού.
Είσαι άντρας και βλέπεις ποδόσφαιρο; Είσαι in. Δεν βλέπεις; Είσαι στην καλύτερη φλώρος και στη χειρότερη εγκεφαλικά ανάπηρος. Είσαι γυναίκα; Πρέπει να κερατώσεις τον άντρα σου κατά τη διάρκεια του Μουντιάλ. Αηδία, ψεύτικος πόλεμος στ’ άρματα στ’ άρματα εμπρός στον αγώνα. Τα στερεότυπα θριαμβεύουν γύρω από το σημαντικότερο από τα ασήμαντα πράγματα της ζωής.
Και αυτό το ποστ το έγραψα απηυδισμένος μετά την ομολογία της Βάσιας Τριφύλλη το πρωί στην τηλεόραση πως «και εμείς οι γυναίκες βλέπουμε πολύ ποδόσφαιρο». Έσκασε στα μούτρα μου μια χαζοαηδία σαν να μυρίζω τον ιδρώτα του αμυντικού της Δόξας Βύρωνα, μετά το ντέρμπι με τον Αθηναϊκό. Peace.

Τρίτη, Ιουνίου 06, 2006

Ενα τριημερο γεματο Λεσβιες


Μια από τις μεγάλες άλυτες και κακεντρεχείς απορίες μου είναι που θάφτηκαν όλα αυτά τα πολύχρωμα, γραφικά wristbands που κοσμούσαν τα χέρια του 98% των Αθηνέζων πέρσι τέτοια εποχή. Κρύφτηκαν σε συρτάρια, πετάχθηκαν στα σκουπίδια ή μετανάστευσαν μαζικά για αλλού; Η σωστή απάντηση είναι η τριτη. Στο κέντρο της Μυτιλήνης, ανάμεσα σε άπειρους τέτοιους στα μοδάτα (my ass) καφε της πόλης γεμάτα από όμορφες Λεσβίες, είδα εκατομμύρια πολύχρωμα βραχιολάκια και πείστηκα πως ο κόσμος τελικά θα σωθεί.
Μάλλον αυτοί που τα φορούσαν ήταν οι «δεξιοί» της περιοχής. Οι αριστεροί, ήταν αρκετά δραστηριοποιημένοι, μοίραζαν Ριζοσπάστη, άφηναν μούσια και πάνω απ’ όλα είχαν χιούμορ. Η απόδειξη στην πρώτη φωτό. Την ώρα που την είδα, πριν κλαψω απο τα γέλια σκεπτόμενος τον Μπούς και τον Σαρον να τα κάνουν πάνω τους, στο κινητό μου έρχονταν μηνύματα τύπου «Welcome to Turkey», ενώ το Αιβαλί ήταν ορατό απέναντι. Περίεργη συγκυρία. Note to self: Αν ξαναπαω, να γνωρίσω τον κοινοτάρχη της Συκαμινιάς. Αξίζει.





Δεν είναι το μόνο πράγμα που αξίζει. Εκτός από τις Λεσβίες που προείπα, αξίζει και η θέα από το λιμάνι της Μυτιλήνης. Ειδικά κοντά στο σούρουπο, ειδικά αν είσαι υπο την επήρρεια του ouzou power. Προτεινόμενο το "Πιτσιλαδη". Δεν ερχεται Αθήνα, αλλά είναι μακράν το καλύτερο. Και δεν κάνει κεφάλι. Πολύ δηλαδή. Νομίζω. Ενταξει μετρο θελει.



Το καλύτερο μέρος στην Μυτιλήνη είναι ο Μόλυβος. 'Η αλλιώς Μήθυμνα, αρκετά μακριά από το κέντρο του νησιού. Είναι το μέρος που αράζει το καλοκαίρι ο Λευτέρης Παπαδόπουλος βρίζοντας για την ΑΕΚ, θυμίζει μεσαιωνικό κάστρο και η συγκεκριμένη φωτό ταίριαζε καλύτερα εδώ. Σίγουρα.

Φυσικά και μπήκα να ψάξω για λεσβιακά προϊοντα. Οχι, δεν είχε ούτε δερμάτινα, ούτε μαστίγια, ούτε δονητές. Ουζό, λάδι και άλλα τέτοια ξενέρωτα προτιμούν οι Λεσβίες. Οι οποίες για κάποιον περίεργο λόγο θέλουν να αποκαλούνται Μυτιληνιές και αρνουνται το διεθνες lesbian products για το ασαφες local. Aκόμα δεν έχω καταλάβει γιατί.

Τώρα πια επιστροφή στην Αθήνα. Ηρθε η ώρα για δουλειά, ντρίμπες και ποτά.