Τρίτη, Ιουλίου 05, 2005

Οι Απάλευτοι...




Σκοπός ήταν ο Μιχάλης. Η αλλιώς Σαμψών. Ένας απίστευτα ήρεμος τύπος από την Λάρισα , νομίζω, που μετά βίας έλεγε δυο λέξεις την ημέρα. Ήταν και αυτός στην κατηγορία των ‘απάλευτων’. Αρχικά ήταν εντελώς αδιάφορος, μέχρι που τυχαία ανακαλύψαμε μια παλιά του φωτογραφία. Πριν καταταγεί. Ήταν χαμογελαστός, δίπλα στα ντραμς του και το κεφάλι του κοσμούσαν μαλλιά. Όχι απλά μαλλιά. Ράστα μέχρι που έφταναν μέχρι την μέση του, κάτι που σε σύγκριση με το κακοκουρεμένο του κεφάλι φάνταζε εξωπραγματικό. Κάποιος τότε του κόλλησε το παρατσούκλι Σαμψών, γιατί όπως εξομολογήθηκε μόλις κουρεύτηκε για να παρουσιαστεί έπαψε να μιλάει πολύ.
Δεν ήταν δύσκολο να τον βάλουμε στο κόλπο. Σιωπηλός – σιωπηλός, αλλά στο νόημα μπήκε κατευθείαν. Αν ο στρατός είναι μια φορά βαρετό πράγμα, την Κυριακή το μεσημέρι η βαρεμάρα πολλαπλασιάζεται με τις ημέρες που έχεις υπηρετήσει. Το αξίωμα είναι αλάνθαστο. Εμείς, είχαμε υπηρετήσει αρκετούς μήνες και τα θέλγητρα της Λήμνου δεν μας συγκινούσαν πλέον. Έπρεπε να κάνουμε κάτι για να σπάσει η ανία. Την ιδέα την έριξε μάλλον ο Δημήτρης. Δεν μας είχε πει τι δουλειά έκανε πριν καταταγεί, αλλά η ευκολία με την οποία παραβίαζε πόρτες και κλειδαριές, σε συνδυασμό με τα μισόλογα του μας είχαν βάλει σε υποψίες. Η ομάδα ήταν ολιγομελής και ευέλικτη. Κάτω από έναν ανελέητο ήλιο κινηθήκαμε γρήγορα προς τις αποθήκες. Ο Μιχάλης από προστάτης των αποθηκών, μεταβλήθηκε σε προστάτης μας. Η πρώτη κλειδαριά αποδείχθηκε παιχνιδάκι για τον Δημήτρη. Το ίδιο και η δεύτερη. Η αποθήκη ήταν ανοιχτή. Μέσα είχε δροσιά και μύριζε κλεισούρα. Κινηθήκαμε γρήγορα αρπάζοντας οτιδήποτε βρίσκαμε. Παραλλαγές, κασκόλ, γάντια, αρβύλες, τα πάντα. Τα φορτώσαμε σε ένα σακίδιο και σκασμένοι στα γέλιο φύγαμε τρέχοντας.
Ο θάλαμος ήταν άδειος και με την ανία να είναι παρελθόν και την αδρεναλίνη να κυλάει μετά από καιρό στον οργανισμό μας, αδειάσαμε την λεία μας στο πάτωμα. Δεν ξέρω ποιος το άκουσε πρώτος, μάλλον ο Δημήτρης, αλλά λίγα δέκατα του δευτερολέπτου αργότερα, ήμασταν όλοι μας άσπροι. Τρέμαμε. Ούτως ή άλλως η σειρήνα έχει ενοχλητικό ήχο, πόσο μάλλον αν είσαι ένοχος. «Συναγερμός, όλοι να συγκεντρωθούν στον χώρο αναφοράς», είπε επιτακτικά μια ανατριχιαστική φωνή. Ο Γιώργος άρχισε να τρέχει πάνω κάτω. Ο Δημήτρης άναψε τσιγάρο. Ο Γιάννης , πιο ψύχραιμος, μάζευε τα κλεμμένα ρούχα από το πάτωμα και τα έκρυψε σε ένα ντουλάπι. Ο Δημήτρης μίλησε πρώτος «Πάμε παιδιά. Οτι είναι να γίνει θα γίνει...»
Ο ανθυπολοχαζός (tm@ΛένοςΧρηστίδης) εμφανίζεται αναμαλλιασμένος, με παντόφλες και σαφέστατα εκνευρισμένος για την διακοπή του μεσημεριανού του ύπνου. «Λοιπόν, θέλω εθελοντές. Το νησί έχει πιάσει φωτιά και πρέπει να βοηθήσουμε...»
Αρχίσαμε να γελάμε, πρώτα νευρικά και μετά ασταμάτητα. Κάποιος σιγοψιθύρισε, «Το μπουρδέλο καίγεται...». Η αποστολή είχε στεφθεί από επιτυχία. Μέχρι το βράδυ καπνίσαμε από ένα πακέτο για να ηρεμήσουμε. Η αδρεναλίνη κάνει καλό...


(Αφιερωμένο σε όσους ήταν εκεί. Και σε όλους όσους ετοιμάζονται να πάνε εκεί...)