Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 05, 2007


Τρίτη, Νοεμβρίου 07, 2006

The End




Ήταν χοντρή, αλλά αυτό δεν ήταν το πρόβλημα της. Το πρόβλημα ήταν πως έμοιαζε παραγεμισμένη με αλαζονεία, πρώιμη ωρίμανση και έκδηλη αντικοινωνικότητα. Το λίπος ήταν απλώς το περίβλημα. Πηγαίναμε στο δημοτικό, η δασκάλα μας αξιολογούσε τις ανορθόγραφες και ασύντακτες εκθέσεις ιδεών μας και αφού διάβασε την δικιά της, γεμάτη φανφάρες, φιοριτούρες και ανούσιες ντρίμπλες της είπε «στη μάνα σου βάζω 10 (άριστα), σε σένα 0. την επόμενη φορά να γράψεις δικιά σου έκθεση και να μην βάλεις τη μάνα σου να γράφει». Αν ζει, η δασκάλα μου μάλλον θα έχει πάρει σύνταξη. Μπορεί και όχι και να απέργησε μέχρι να συρθεί πίσω στη δουλειά της. Σίγουρα όμως δεν έπιασε δουλειά σε εφημερίδα. Κρίμα, γιατί το κριτήριο της, μάλλον χρειαζόταν για να αποφευχθεί αυτή η γελοιότητα του νικητή του «ποιοτικού reality» της ημέρας.

Πολλά χρόνια αργότερα, στο Βασίλειο της Βλακείας, του Ελληνικού Στρατού, υποδέχθηκα στην μονάδα που υπηρετούσα έναν «νέο». Σε κάτι που έμοιαζε με θάλαμο, μέσα στο χακί, την παραίτηση και την διάχυτη αηδία, μόλις κατάλαβε που θα περάσει τους επόμενους μήνες της ζωής του, έβαλε τα κλάματα. Δεν μου αρέσει να βλέπω (κάτι σαν άντρες) να κλαίνε χωρίς λόγο, αλλά το δικαιολόγησα το παιδί. Για λίγο.
Λίγους μήνες μετά, ενώ είχε παλιώσει και είχε δικτυωθεί, τον είδα να ταπεινώνει έναν νεότερο του, με αυτή την εμετική και χυδαία επίδειξη εξουσίας που διέπει τους γελοίους ανθρώπους. Μπορεί και όλους τους ανθρώπους. Δεδομένου πως δεν ήξερε να γράφει, προφανώς δεν έπιασε ούτε αυτός δουλειά σε εφημερίδα. Ούτε άνοιξε blog. Δεν πειράζει. Η φιλοσοφία της χυδαίας εξουσίας, του ολοκληρωτισμού, της ρουφιανιάς, των βρώμικων ανώνυμων λέξεων που οδηγούν σε επώνυμες απαντήσεις εδώ είναι, δυνατή όσο ποτέ. Η ίσως όπως πάντα. Και επειδή αυτολογοκρίνομαι όλη μου τη ζωή, και συνειδητοποίησα πως αυτολογοκρίνω τον κάποτε ανέμελο ρέμπελο averel, αποφάσισα να τον σκοτώσω , να τον τεμαχισω ,να τον καταψυξω και να αναπολω στο μελλον την σύντομη ζωή του. Προτιμότερο από το να τον κανω σαν τα πραγματικα μουτρα μου. Καλα να περνατε και τα λεμε στις ουρες του δημοσιου που ειχε πει και μια ψυχη.

The End
. και παύλα

Τετάρτη, Οκτωβρίου 18, 2006

Show φακ γιου anyway

Chez moi
Μια εβδομάδα πριν.




Είμαι λευκός, αλλά έχω βαφτεί μαύρος σαν τον Βουτσά σε εκείνη την ταινία. Ετοιμάζομαι να χειροτονηθώ πρόεδρος των Μαύρων Πανθήρων και οι σύντροφοι μου με υποδέχονται με ένα τελετουργικό μπουγέλωμα. Αποκαλύπτομαι, η μπογιά στάζει σαν το νερό στο ντους και μου ζητάνε να δω τον Μεγάλο Αρχηγό- Μάγιστρο, αρκετά εκνευρισμένοι. Μπαίνω σε ένα δωμάτιο γεμάτο χαλιά και χάλια και βλέπω τη Δέσποινα Μοιραράκη να με κοιτάει σαν σκουλήκι καθώς ακούγονται κουδούνια. Δίπλα της είναι ο Αυτιάς, γεμάτος αυτισμό, και κάτι μου λεει για την ορθόδοξη θρησκεία με ύφος Μητροπολίτη. Ένα κουδούνι χτυπάει. Με αναγκάζουν να δω τηλεόραση και παρακολουθώ ατάραχος την ανώμαλη οικογένεια Μικρούτσικου, που η πιθανότατα να είναι οι Αντίχριστοι με απασχολεί εδώ και καιρό, να χαμογελάει. Σατανικά. Το κουδούνι ξαναχτυπά. Η Δέσποινα Μοιραράκη με πλησιάζει , εγώ ιδρώνω, αυτή με πλησιάζει, εγώ τρέμω καθώς η μπογιά στάζει από πάνω μου και λερώνει ένα ψυχεδελικό χαλί και το κουδούνι με ξυπνάει επιτέλους.

Ο συνδυασμός τηγανιτών φαγητών, ανεύθυνης κατανάλωσης αλκοόλ και παρακολούθησης τηλεόρασης κάνει κακό στα όνειρα και τα μετατρέπει σε εφιάλτες. Ευτυχώς ξέφυγα. Ευτυχώς;
Στην πόρτα είναι ένας ψηλός, τύπος που συστήνεται σαν Δημότης , υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος και γιατρός. Με κοιτάει στα μάτια, εγώ φοβάμαι και στυλώνω το βλέμμα μου στο πουκάμισο του που έχει ραμμένα τα αρχικά του προφανώς.
Προσπαθώ να του εξηγήσω πως δεν εμπιστεύομαι έναν άνθρωπο που δίνει τόσο ματαιόδοξα εντολή να φτιάξουν πουκάμισο με τα αρχικά του πάνω, αλλά αδυνατώ. Μου λεει για την οικογένεια του, για τις σπουδές του, για το μέλλον της περιοχής μας και για το εκλογικό μου δικαίωμα. Του λεω να περιμένει και μπαίνω στην κουζίνα. Ανοίγω το ψυγείο, μια σάπια μυρωδιά προσπαθεί μάταια να με λυγίσει, αντιστέκομαι και ψάχνω γι’ αυτό που αναζητώ. Δεν υπάρχει. Τον βλέπω στο σπίτι μου να χαμογελάει σαν υποψήφιος που είναι και ενώ σκέφτομαι πως σπούδαζε 10 χρόνια για να καταλήξει να παρακαλάει εμένα, τον διώχνω και καταστρώνω το πρόγραμμα μου για την υπόλοιπη μέρα.
Θα πάω super-market, αποφεύγοντας τους κρατήρες στους δρόμους, που αμέλησε να φτιάξει ο γιατρός και η παρέα του, θα αγνοήσω συμπολίτες μου που όχι μόνο ανέχονται, αλλά επικροτούν ανθρώπους χαμηλής αισθητικής και πολιτικής ποιότητας, θα ψωνίσω τεράστιες ποσότητες γιαουρτιού μέτριας ποιότητας, για να αντιμετωπίσω μελλοντικούς υποψήφιους που θα εμφανιστούν στο (warning γελοίας λέξης) τσαρδί μου , θα δουλέψω σκληρά και έπειτα θα προσπαθήσω να ονειρευτώ κάτι καλύτερο από την εκλογική και τηλεοπτική πραγματικότητα της Ελλάδας. Πιθανότατα την κόλαση.

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 19, 2006

Φαδερ Ημων


Πάντα μου άρεσε να διαβάζω πίσω από τις λέξεις. Ειδικά στις εφημερίδες. Για παράδειγμα, κάπου, πρόσφατα, ανερυθρίαστα και χωρίς αιδώ διάβασα πως ορισμένες μητροπόλεις ΑΕ, διαμαρτύρονται στη Βουλή για τις περιορισμένες εμφανίσεις τους στη τηλεόραση και την μεροληπτική προβολή ορισμένων άλλων.
Προσπερνώντας την εγκεφαλική θλάση που δημιουργούν κάτι τέτοιες προσπάθειες θρησκευτικού marketing, κάγχασα δυνατά, βραχνά και σατανικά.
Και αυτό γιατί θυμήθηκα ένα βιβλίο που διάβασα πρόσφατα. Είναι πολύ απλό. Ο Θεός, έχει να αντιμετωπίσει την πανγαλαξιακή αναξιοπιστία ορισμένων μαραγκών που φτιάχνουν το νέο του σύμπαν, όταν συνειδητοποιεί πως στη Γη τα πράγματα έχουν ξεφύγει. Άργησε. Κοιτάει γύρω του, βλέπει τον Jesus, ντυμένο με χλαμύδα και ένα ταπεινό – και μάλλον μαϊμού – rolex και δίπλα του τον ετεροθαλή αδερφό του, τον Τζες. Ο Τζες είναι μια τυπάρα που τυγχάνει να είναι στιλιστικά κατάλληλος για μια λαμπρή Δευτέρα παρουσία. Εχει όλα τα φόντα για μια μεγάλη καριέρα ως Σωτήρας. Είναι πάνσοφος, πανάγαθος, πανέμορφος και πανσπάταλος. Και επειδή είναι γνωστό πως με το σταυρό στο χέρι δεν καταφέρνεις τίποτα στις μέρες μας, αν δεν είναι Cartier και επίχρυσος, ο Τζες μαζεύει γύρω του 11 μοντέλα + 1 μακιγιέρ για Αποστόλους και η trendy holy αντεπίθεση ξεκινά.
Ο συγγραφέας Μάνος Βουράκης, αν έχει θρήσκους γονείς τους μπέρδεψε. Από τη μια χαρά για το βιβλίο που έβγαλε ο γιόκας του και από την άλλη όνειδος για την επαναλαμβανόμενη διασκεδαστική σαρκαστική βλασφημία του βιβλίου του. Αν και θα ήθελε να είναι ο Έλληνας, Τομ Ρόμπινς περισσότερο απ’ ότι πρέπει, το βιβλίο αξίζει. Εκτός και αν είστε groupies του Χριστοδουλου, οπότε ψάξτε το Χ πάνω δεξιά στην οθόνη σας και o Θεός μαζί Σας τεκνά μου.
Και επειδή με έχει πιάσει μια φθινοπωρινή μελαγχολία που ξεπερνιέται μόνο με 3 εκατομμύρια ευρώ, ναρκωτικά, σεξ, αλκόολ και βιβλία, ας μιλήσω για την πραγματικότητα μου. Τα βιβλία. Θέλω λοιπόν, απ’ αυτό το βήμα, να καταγγείλω τις εκδόσεις Οξύ που αντί να μεταφράσουν κανένα βιβλίο του μαγκιόρου Ελληνοαμερικάνου George Pelecanos, που γράφει αστυνομικές ιστορίες για αντροπαρέες στην Ουάσιγκτον (εχουν μεταφραστει μονο 4 απο τα 11 βιβλια του), κάθονται και βουτιούνται στον βούρκο του εναλλακτικού pulp-trash-underground-metacool και δίνουν φράγκα για να εκδώσουν αυτό.
Ναι, είναι αυτός που φοβάστε που έχει εναν σκύλο gay. Εκτός και αν είστε groupie και αυτού, οπότε ξέρετε την διαδικασία πάνω δεξιά και τώρα, πραγματικά, ο God και οι γιοι του, μαζί σας και να θυμαστε πως όπως λεει και ο cool Τζες, οταν θελετε κατι πολυ, το συμπαν κανει την παπια.

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 04, 2006

Το ελληνικό όνειρο και άλλες ιστορίες

Ελλην blogger, ζει το greek dream



Το έβλεπα και τον άκουγα με το ίδιο ενδιαφέρον που παρακολουθεί κανείς έναν φρεσκοβαμμένο τοίχο να στεγνώνει. Φορούσε μια φανέλα, ξεχειλωμένη από τα δασύτριχα βυζιά του και η ελληνική σημαία στην πρόσοψη, ήταν ξεθωριασμένη. Ήταν μάλλον αγορασμένη από κάποιο περίπτερο ή ακόμα χειρότερο δώρο (αξίας 3 ευρώ) από κάποιον ραδιοφωνικό σταθμό, έτοιμο για κέρδος σε κάθε εποχή.
Τα στήθη του φούσκωναν από υπερηφάνεια και αυτό δεν τον κολάκευε καθόλου, πιστέψτε με. Μιλούσε, φτύνοντας ή έφτυνε μιλώντας, κανείς το κατάλαβε, κανείς δεν ήθελε να το ψάξει παραπάνω. Ούτε εγώ. Ήταν εκεί, βγαλμένος μέσα από τους χειρότερους εφιάλτες μου, ήταν εκεί, γεμάτος ελληνικό DNA, σουβλάκια και λαδερή αποβλάκωση. Ήταν εκεί, έτοιμος να σερβίρει χιλιάδες ηλίθιες απαντήσεις σε κάθε ερώτηση, έτοιμος να πανηγυρίσει, να γίνει όχλος, να γίνει κακό σπυρί στον κώλο, να υπερασπίσει το όνειρο του, το δικό του ελληνικό όνειρο...
Πιο άσχημος και από την Θήβα (που είναι γνωστό πως είναι η κωλοτρυπίδα της Ελλάδας), λιγότερο αξιόπιστος και από το δελτίο ειδήσεων του STAR, έβγαζε στοματικές εκκρίσεις και μιλούσε για το μεγαλείο του, για το μεγαλείο μας, για την ελληνική ανώτερη ψυχή και φυσικά για τους βλάκες τους αμερικάνους, τους κακούς της δικής του μικρόνοης ιστορίας. Της ιστορίας του ελληνικού ονείρου.
Δεν ξέρω ακριβώς τι περιέχει το αποδομημένο και χλευασμένο αμερικάνικο όνειρο, αλλά βλέποντας αυτόν και τους ομοίους του, πείστηκα για τις χειρότερες υποψίες μου. Την απτή ύπαρξη του ελληνικού ονείρου.
Δεν είναι περίπλοκο, δεν είναι παραφουσκωμένο, είναι θλιβερά κενό και ματαιόδοξο. Το ξέρετε οι περισσότεροι. Περιέχει μια τζούρα από Μύκονο (νοικιασμένα υπόγεια των 30 ευρώ στην χειρότερη, ένα bungalow στην καλύτερη), ένα καταχρεωμένο αμάξι, κατά προτίμηση καλογυαλισμένο, λίγη πολιτιστική εκτόνωση (μπουζούκια) λίγο μετά την πληρωμή, λίπος, ψευτοτσαμπουκάδες, πιστωτικές κάρτες αμπελοφιλοσοφία για DNA και ανωτερότητα και στην καλύτερη περίπτωση, πέντε έξι διαμερίσματα κληρονομιά από τον παππού.
Λίγο λιγότερο ευπρόσδεκτος και από καρδιακή προσβολή, ο θιασώτης του, μισεί την αξιοκρατία, την θεωρεί εχθρό για τα μικρά προσόντα του, και περιμένει τον διορισμό στο δημόσιο, μέσω της σύμβασης που εξασφαλίζει γλύφοντας ποδιές με ούρα και ανθρώπους με ουρά τρωκτικού.
Είναι δίπλα μας, παντού μας, μέσα μας. Ενημερώνεται από την τηλεόραση ανελλιπώς για τα οπτικοακουστικά υπερθεάματα των μπουζουκιών, θέλει να πηδήξει το υπερμπαζο την Ναταλία Γερμανού, κρυφογελάει με τον Ψινάκη, το όνειρο του είναι να σκάσει με SUV στη Μύκονο και αγαπάει την Ελλάδα, όσο τον αφήνει ασύδοτο να σκυλεύει το πτώμα της. Έχει και μια ιδιαίτερη σχέση με την συνωμοσιολογία φυσικά, που του δίνει το απόλυτο άλλοθι της μετριότητας και της αποτυχίας του.
Βγαίνει και σε θηλυκή έκδοση, βέβαια. Μια απ’ αυτές τυγχάνει να τις ξέρω. Μπήκε στο πανεπιστήμιο με μέσο (επί ΠΑΣΟΚ), βρήκε δουλειά με μέσο (επί ΠΑΣΟΚ), απολύθηκε αξιοκρατικά (επί ΝΔ) και περιμένει να επιστρέψει δριμύτερη (επί οποιουδήποτε) για να προσφέρει τις πολύτιμες υπηρεσίες της καθισμένη σε μια αναπαυτική δημόσια καρέκλα. Αυτή τουλάχιστον όταν μιλάει δεν φτύνει.
Δεν έχω ιδέα που θα καταλήξει αυτό το post, το μόνο που θέλω να πω είναι πως ο Bruce, που απέχει αρκετά από το ελληνικό όνειρο, για την ακρίβεια το όνειρο γενικά, έχει ανοίξει με τους φίλους του, ένα αιρετικό site για μουσική, με attitude και τα σχετικά, αν και εγώ απολαμβάνω περισσότερο το blog του site.
Όποιος ξέρει τον Bruce πιθανότατα τον μισεί γιατί τον έχει βρίσει χωρίς λόγο, όποιος δεν τον ξέρει, καλωσήρθε στην blogoσφαιρα και περαστικά του γιατί έχω την εντύπωση πως το ελληνικό όνειρο ψιλοθριαμβεύει και στον θαυμαστό κόσμο των blogz εδώ και λίγο καιρό.
Αυτό το blog θα αυτοκαταστραφεί σύντομα, αν δεν έχει ήδη. Απλά η μεγάλη δόση ελληνικής περηφάνιας, με οδήγησε στο πληκτρολόγιο τόσο χαμογελαστό και τσιτωμένο όπως και οι ίδιοι οι Έλληνες, όταν βλέπουν μπροστά τους κάποιο λαμόγιο στο οποίο θέλουν να μοιάσουν. Περαστικά και πάλι.

Τρίτη, Αυγούστου 22, 2006

Proin Simathites

Πρόσφατα, εξασκώντας το αρχαιότερο χόμπι του κόσμου, αυτό του Άγιου Κουτσομπολιού, ενημερώθηκα πως ο γόης του δημοτικού μου σχολείου, αυτός που μου έκλεψε τους δυο άγουρους μου έρωτες, την Σ. και την Π. εξελίχθηκε σε έναν απολύτως συνειδητοποιημένο gay. Κανένα πρόβλημα, από ομοφοβικής άποψης. Ειλικρινά.
Αλλά, ρε πούστη μου, αν η συνειδητοποίηση του είχε έρθει νωρίτερα, τα παιδικά μας χρόνια θα ήταν καλύτερα. Και τα δικά του, και σίγουρα τα δικά μου.
Όλα αυτά, τα σκεφτόμουν, ενώ περιπλανιόμουν άσκοπα στο site, όπου αναζητάς – αποτυχημένα μέχρι στιγμής – τους πρώην συμμαθητές σου. Μια καλή ιδέα, όχι φυσικά πρωτότυπη, που όμως μπορεί να οδηγήσει σε περίεργες λειτουργίες τον εγκέφαλο του καθενός.
Μπορεί λοιπόν εκεί που κάθεσαι σε ένα γραφείο που μυρίζει άσκοπες εκκρεμότητες, παραίτηση και ένα καλά εκπαιδευμένο μάτι θα διέκρινε μαχαίρια να πετιόνται από πλάτη σε πλάτη, να μεταφερθείς νοερά σε μια άλλη εποχή. Μια εποχή, επίσης γεμάτη άσκοπες εκκρεμότητες, που όμως μύριζε μέλλον, όρεξη και χαβαλέ.
Και αν ο Μεγάλος Μαλάκας, που παρεπιδημεί παντού, σε παρελθόν, μέλλον, παρόν, σχολείο, στρατό και δουλειά σε εκνεύριζε μπορούσες να τον βρίσεις, ίσως και να τον βαρέσεις στο προαύλιο, στο καπνιστήριο ή έξω από το σχολείο. Μαχαίρια πίσω από την πλάτη, θα του πετούσες μόνο αν μεγάλωνες νωρίς. Τότε όμως, μπορεί να ήσουν εσύ ο Μεγάλος Μαλάκας.
Εδώ, στην χώρα των Μεγάλων, η ζωή είναι διαφορετική. Δεν μπορείς να τον βρίσεις. Μπροστά του. Είναι αγένεια η ειλικρίνεια. Και δεν έχουμε και την πενταήμερη για να ελπίζουμε. Μεγαλώστε μας λέγανε, οι μαλάκες. Και εμείς τους ακούσαμε.

Πέμπτη, Αυγούστου 17, 2006

Istanbul. The Bacanak post.


Μπορεί να έφταιγε το ότι φορούσα διαφορετικές κάλτσες. Ίσως το βιβλίο του Hunter S. Thompson που διάβαζα να τον ώθησε. Τα μούσια μου σίγουρα έπαιξαν τον ρόλο τους. Δεν αποκλείεται όμως ο Καναδός που με πλησίασε στο ταξίδι για την Πόλη να έκανε σε όλους αδιάκριτα την ίδια ερώτηση.
«Πού μπορώ να βρω λίγο χασίς», έλεγε την ώρα που κοιτούσα με σεβασμό το μουστάκι του (τυγχάνει να έχω αυτό το είδος του αδιαπραγμάτευτου σεβασμού για ανθρώπους που πριν τα 30 τους έχουν μουστάκι). Έβγαλα από την φαρέτρα μου το πιο σοβαροφανές από τα πολλά είδη βλεμμάτων που διαθέτω και του έκανα μαθήματα κινηματογραφικής Ιστορίας. Γούρλωσε τα μάτια του, που έμοιαζαν σαν αυγά με ευχαρίστησε και επέστρεψε σκεπτικός στη θέση του.
Δυο μέρες μετά τον συνάντησα ξανά σε ένα από τα χιλιάδες sokak της Πόλης. Μου διηγήθηκε γελώντας πως τον πλησίασε ένας Τούρκος, του ψιθύρισε «Hash», αλλά δεν πρόλαβε να δει την φάτσα του γιατί, επηρεασμένος από την κατήχηση μου, άρχισε να τρέχει κόντρα στον άνεμο, με το μουστάκι του να ανεμίζει.
Ο πολυταξιδεμένος Καναδός, που μόλις τελείωσε το πανεπιστήμιο, πήρε δάνειο από τις τράπεζες – περίπου την τιμή ενός φθηνού SUV – και μόνος του, αυτός και ο σάκος του, άρχισε να γυρνάει τον κόσμο, είχε σίγουρα μεγάλη γκάμα σύγκρισης χωρών. Ωστόσο συμφώνησε μαζί μου, πως για να απολαύσεις την Κωνσταντινούπολη, δεν χρειάζεσαι ναρκωτικά. Την δουλειά την κάνουν άλλα πράγματα.
Είμαι παιδί της Ελλάδας. Παιδί μεγαλωμένο και από μια γιαγιά πρόσφυγα από το Αϊβαλί, που ωστόσο δεν συνέβαλλε τόσο στην διαπαιδαγώγηση μου, όσο το Mtv, οι Simpsons και άλλα Δυτικά αγαθά. Γι’ αυτό λοιπόν και η επιφυλακτικότητα μου με κάθε τι ανατολίτικο, στους μιναρέδες και στους μελαψούς Τούρκους ήταν βαθιά ριζωμένη μέσα μου. Αν προσθέσει κανείς και την ελληνοχριστιανική παιδεία που έλαβα χωρίς να με ρωτήσει κανείς, βγάζει το συμπέρασμα πως δεν πήγα πολύ ορεξάτος στην Πόλη. Σωστό το συμπέρασμα. Λάθος το αποτέλεσμα.
Αν με ρωτήσει οποιοσδήποτε αν αξίζει να πάει στην Istanbul (σορυ δασκάλα στο Δημοτικό, συγνώμη Καρατζαφέρη) θα του απαντήσω ένα καταφατικό ναι. Από εδώ μέχρι το Βόσπορο.
Να πας, για να δεις σε όλη της μεγαλοπρέπεια μια μεγαλούπολη 17 εκατομμυρίων. Να πάς, για να δεις τις φανταχτερές αντιθέσεις της ταπεινωτικής φτώχιας ανθρώπων που ψάχνουν στα σκουπίδια για να φάνε και να ντυθούνε, την ώρα που εισπνέουν τις αναθυμιάσεις από τις Porsche και τις BMW που προσπερνάνε αγέρωχα. Πρόσεχε όμως. Πρόσεχε καλά τους θανατηφόρους νίντζα και τις άσους του καράτε που καιροφυλαχτούνε σε κάθε γωνιά.

Να πας, για να νιώσεις περίεργα, ξοδεύοντας σαν τον Αμπράμοβιτς, τα
Φανταστικοεκατομμύρια της Disney που απέκτησες ξαφνικά. Να πας, για να δίνεις το πρωί «1 εκατομμύριο λίρες» για να πάρεις δυο μπουκάλια νερό ή ένα τσάι με υπέροχη γεύση μήλου. Αγαπημένη πολυτέλεια.
Να πας επίσης για να δεις το καλύτερο ηλιοβασίλεμα my millions can buy, γύρω από την Soultanahmet, την περιοχή που είναι συγκεντρωμένη η Ιστορία.
Να μπεις -με 10 εκατομμύρια λίρες μόνο- στην Αγια Σοφιά και αν θες να νιώσεις περίεργα. Εγώ προσωπικά δεν ένιωσα κάποιο θρησκευτικό δέος, αλλά ούτως ή άλλως, τα θρησκευτικά δεν ήταν ποτέ η κλίση μου. Σκέφτηκα απλά, πως αν αθροίζονταν όλα τα πτώματα που έχουν πέσει για χάρη Της, σίγουρα θα γέμιζαν τον τεράστιο χώρο της εκκλησίας, που συνυπάρχουν τουριστικά και εθνικιστικά οι χαλασμένες αγιογραφίες με τα ξύλινα τεράστια σύμβολα από το Κοράνι.
Μετά, δώσε μερικά εκατομμύρια ακόμα και μπες στο Μπλε Τζαμί. Είναι απέναντι και αν είσαι τόσο ειδικός όσο και εγώ μπορείς να την μπερδεύεις ακόμα και σήμερα με την HagiaSofia. Να μπεις και να γελάσεις με την μεγαλομανία, την ξενοφοβία και τον πανικό αυτού που χρόνια μετά την κατασκευή της Αγιας Σοφίας, ξόδεψε λεφτά και χρόνο (10 χρόνια) για να φτιάξει το μουσουλμανικό αντίγραφο της, ακριβώς απέναντι.

Να πας σίγουρα σε ένα από τα δεκάδες παλάτια των Σουλτάνων. Να μελαγχολήσεις που δεν γεννήθηκες και εσύ ανατολίτης, με καμία δεκαριά μεγαλοπρεπή παλάτια, χιλιάδες αυλικούς και ένα ειδικό κομμάτι κάθε παλατιού για να φιλοξενεί το δικό σου προσωπικό χαρέμι. Για κάποιον λόγο που δεν μπορώ να καταλάβω, εκτός από το harem τους, είχαν και τέσσερις (ισόβαθμες) γυναίκες. Σουλτανομουρμούρα;
Τα χαρέμια ήταν εντυπωσιακά, αλλά σχεδόν μύριζες και γελούσες με την αρνητική ενέργεια του μέρους. Εκατοντάδες γυναίκες, να ανταγωνίζονται μεταξύ τους, για την καρδιά (και το πουγκί) ενός χοντρού σουλτάνου. Μετά ήρθε ο φεμινισμός και τα διέλυσε όλα.
Να πας, για να μάθεις πως πρόσφατα η ευρωπαϊκή συνείδηση κάποιων Τούρκων, ξύπνησε και ανέθεσαν σε έναν Ιάπωνα να έρθει για να φροντίσει το Κυκλοφοριακό τους ΠΡΟΒΛΗΜΑ. Τα κεφαλαία επιβάλλονται. Ο Ιάπωνας, λίγο πριν κάνει χαρακίρι υποθέτω, μόλις μελέτησε την κατάσταση έφυγε δηλώνοντας πως «έχετε το δικό σας αρμονικό χάος. Δεν αλλάζει». Αν είσαι σαν και μένα, και οδηγάς, τόσο καλά, όσο η Στέλλα Μπεζεντάκου τραγουδά, θα βοηθήσει και την αυτοπεποίθηση σου.
Οι taksistes ήταν οι καλύτεροι. Καταρχάς έκαναν τους Έλληνες συναδέλφους τους, να μοιάζουν με δανδήδες τύπου Κωνσταντίνου Τζούμα. Οι περισσότεροι ήταν τυπικές τουρκόφατσες (που μοιάζουν και με τις ελληνοφατσες, αλλά ας μη το συνεχίσω) ντυμένοι εγκληματικά άκυρα, έκαναν τον ΚΟΚ να μοιάζει με σύμφωνο ειρήνης του Μπους και φυσικά προσπαθούσαν να κλέψουν τα εκατομμυριάκια σου. Ο αγαπημένος μου άκουγε με cd ενοχλητικούς ήχους από αυτοκίνητα Formoula 1,μάλλον γιατί προθερμαινόταν με το Gran Prix που γίνεται την άλλη εβδομάδα εκεί. Παράλληλα «σκότωνε» καμιά δεκαριά κόκκινα, γιατί στις Πίστες δεν υπάρχουν φανάρια. Φυσικά.
Να πας και για τούρκικο Χαμάμ, όπου συνάντησα τον Καναδό να λεει «είναι ότι κοντινότερο στα ναρκωτικά έχω συναντήσει». Σωστός. Πράγματι θα μαστουρώσεις από τις αναθυμιάσεις, τη ζέστη και τον χαμηλό φωτισμό, αλλά θα ανανεωθείς. Αν είσαι και Έλληνας, έχει και έκπτωση για τους bacanak, όπως αποκαλούν τους Έλληνες, μαζί με το πορτοφόλι τους, υποθέτω. Αν φοβάσαι να σου κάνει μασάζ ένας Τούρκος με καθόλου αξιοσέβαστο μουστάκι που τον λένε πιθανότατα Μεχμέτ, παρέλειψε το. Δεν πειράζει.
Α, να φας και γλυκά. Πολλά γλυκά. Ειδικά προφιτερόλ, εκεί δίπλα στην ελληνική συνοικία (παλιά), το Pera, όπου μερικές επιγραφές είναι ακόμα στα ελληνικά. Φάε, μην σκέφτεσαι πολύ.
Να πας και στην άλλη πλευρά. Την πλούσια. Θα το καταλάβεις μόλις μπεις γιατί οι πληροφορίες που θα ζητήσεις θα απαντηθούν σε αγγλικά με προφορά και όχι στα άπταιστα τούρκικα που θα εισπράξεις όπου αλλού και να ρωτήσεις. Εκεί, η Γλυφάδα και το Κολωνάκι μοιάζουν με φτωχοί συγγενείς. Οπου η φτώχια βασιλεύει, το χρήμα μαζεύεται σε λίγους, αλλά είναι πολύ. Προφανές, από τις μαρίνες, τα αμάξια, την πολυτέλεια και τις γυναίκες που κυκλοφορούν. Η αναλογία είναι 9 στις 10, αναλογίες και εμφάνιση μοντέλου. Γαμώτο.
Μπες και στα παζάρια και χάσε τα λεφτά σου, νομίζοντας πως μόλις νίκησες το lamogio που σου έριξε 50% την αρχική τιμή του. Νομίζεις πως βγήκες κερδισμένος τουριστάκο; Παραδίπλα μπορείς να το βρεις φθηνότερο από τον πρόσφατο διαπραγματευτικό σου θρίαμβο. Να πας σίγουρα και στην αγορά των μπαχαρικών. Και να νιώσεις τις μυρωδιές όπως στα καρτούν να μπαίνουν βίαια στα ρουθούνια σου. Απολαυστικές εικόνες, που προφανώς ενέπνευσαν την Πολίτικη Κουζίνα.
Στα διπλανά εστιατόρια τα ποτήρια και τα πιάτα σε περιμένουν τοποθετημένα ανάποδα. Και αν η γιαγιά σου από το Αϊβαλί σέρβιρε πάντα έτσι το τραπέζι και ανατάρασσε τις συνήθειες σου όταν ήσουν μικρός, μπορεί και να συγκινηθείς, μόλις ανακαλύψεις από που είχε πάρει αυτή τη μικρή συνήθεια.
Πρόσεχε όμως. Aν έχεις φορέσει μπλούζες με ελληνικές σημαίες και αετούς να σκίζουν την τούρκικη, αν ψηφίζεις Καρατζαφέρη, Λιάνα Κανέλλη, ίσως και ΠΑΣΟΚ, σίγουρα Νέα Δημοκρατία κτλ μην πας. Θα χτυπήσεις πάνω στο δέντρο και το δάσος θα περάσει δίπλα σου. Θα μελαγχολείς για τα περασμένα μεγαλεία και δεν θα δεις, βλάκα, την ομορφιά του παρόντος δίπλα σου. Μπορεί να μην ακούσεις καν την ευχή των Τούρκων, όταν τσουγκράς το ποτήρι. «Να ζήσεις πολλά χρόνια» για να πάρει την απάντηση «Να είσαι εκεί να το δεις». Μακάρι.



ΥΓ 1 Όποιος ελληνορθόδοξος θέλει να βρίσει γιατί απουσιάζουν οι αναφορές σε Πρίγκιπες, άσπρα άλογα και άλλες τέτοιες Περήφανες Αναφορές και Μεγάλες Ιδέες, ένα έχω να του πω μόνο ρουφώντας το τσάι μου με γεύση μήλου. Ο Αλλάχ να σε βοηθά.


ΥΓ 2 Και όλα αυτά τα γράφω για να πω πως, το νεο blog με τα ταξίδια λειτουργεί. Οποιος θέλει μπαίνει και γράφει.