Note to self: Να μην πεθάνω.
Βρισκόμουν στη καλύτερη στιγμή. Μεταξύ δεύτερου και τρίτου ούζου, λίγο πριν από την Μεγάλη Ζαλάδα, ενώ μόλις είχα υποδεχθεί το Άγιο Μούδιασμα. Ήταν μεσημεράκι, βρισκόμουν κάπου στο κέντρο και όλα έμοιαζαν απλά. Ένας συμπαθέστατος πλανόδιος πωλητής είχε διαφορετική άποψη. Εμφανίστηκε στη ζωή μου ξαφνικά, διαλαλώντας την άχρηστη – με όλη την καλή διάθεση – πραμάτεια του. Πουλούσε αυτά τα μαγνητάκια που τα πετάς στον αέρα, οι νόμοι της φυσικής δουλεύουν και δημιουργούν έναν εντελώς περιττό και αχρείαστο ήχο. Δεν είπα τίποτα.
Στο διπλανό τραπέζι, ένας λίγο χοντρός, αρκετά αγάμητος, ελάχιστα λαμπερός και μινιμαλιστικά πλυμένος Έλλην ένιωσε να θίγεται και άρχισε να βρίζει τον μετανάστη – πωλητή. Δεν είπα τίποτα. Πάλι. Λίγο αργότερα ο πωλητής ξαναπέρασε. Ο απόγονος των Αρχαίων Ελλήνων δίπλα μου τον ξαναέβρισε, επιβεβαιώνοντας την DNAική ανωτερότητα του. Δεν είπα τίποτα. Πάλι.
Πέρασαν δυο λεπτά και με θεόσταλτη ειρωνεία, ένας Έλληνας, λίγο σωματώδης, λίγο τσαμπουκαλεμένος, λίγο τετραγωνισμένος, έσκασε μύτη από την γωνία. Κρατούσε τα επάρατα μαγνητάκια, αγορασμένα από τον ταπεινωμένο πωλητή. Τα πετούσε στον αέρα και δημιουργούσε τον ενοχλητικό ήχο που σε μια φυσιολογική ζωή δεν θα έπρεπε να υπάρξει. Κοίταξα με ενδιαφέρον τον ευγενή συμπατριώτη μου, που αυτή τη φορά, έπειτα από σύντομη σύσκεψη των τεσσάρων εγκεφαλικών κυττάρων του, αποφάσισε να δεχθεί την διαφορετικότητα του άλλου και να μην τον βρίσει. Ήταν σοφός, όσο και δειλός.
Και κάπου εκεί μου ήρθε. Ήθελα να σηκωθώ, να τινάξω την ζαλάδα από πάνω μου, να τον πλησιάσω, να αγοράσω δυο μαγνητάκια από τον πωλητή, να ψάξω τις μεγαλύτερες τρύπες του σώματος του (μια μπροστά και μια πίσω) να τοποθετήσω προσεκτικά τα μαγνητάκια και να περιμένω την εφαρμογή των νόμων της φυσικής. Δεν το έκανα. Απλά ρέμβασα και άρχισα να σκέφτομαι τα Μεγάλα ή Μικρά Πράγματα Που Θα Ήθελα Να Κάνω Στη Ζωή Μου Και Κώλωσα.
Την γλυκιά ρέμβη, διαδέχθηκε η σκληρή μελαγχολία. Ήταν πολλά τα γαμημένα και ο χρόνος ελάχιστος. Επίσης το παρελθόν ήταν λίγο ομιχλώδες. Το ίδιο και το μέλλον, ο τόπος στον οποίο όλα μοιάζουν καλύτερα, χωρίς απαραίτητα να είναι.
Οπότε στάθηκα στο μόνο πράγμα που θέλω σίγουρα για το μέλλον μου, για να γλιτώσω από τις επικίνδυνες σκέψεις: να μην πεθάνω. Τουλάχιστον πριν βαρεθώ. Όλα τα άλλα θα έρθουν. Ή θα προσπεράσουν. Σαν τους νόμους της φυσικής, τους μόνους που σέβομαι.
Μετά άρχισε το Μουντιάλ και ξεχάστηκα. Με τις υγείες μας, να ξεχαστουμε και στο επομενο.